χλωρίασις

χλωρίασις
χλωρίασις
a greenish colour
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χλωρίασιν — χλωρίασις a greenish colour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωρίαση — Oνομάζεται και χλώρωση. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το νόσημα που σχετίζεται με τη διαταραχή των διεργασιών στη χρησιμοποίηση του σιδήρου από τον οργανισμό. Η χ. συγκαταλέγεται στην ομάδα των αναιμιών, που οφείλονται στην έλλειψη σιδήρου. * *… …   Dictionary of Greek

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

  • χλωριάσεως — χλωριάσεω̆ς , χλωρίασις a greenish colour fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”